ρεμάλι

ρεμάλι
το ничтожный человек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ρεμάλι" в других словарях:

  • ρεμάλι — το (λ. αραβ.), ιού, ανάξιος λόγου άνθρωπος, τιποτένιος: Πήγε κι έμπλεξε μ ένα ρεμάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρεμάλι — το, Ν τιποτένιος άνθρωπος χωρίς καμιά αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. remmal] …   Dictionary of Greek

  • λέσι — το (Μ λέσι) πτώμα ζώου, ψοφίμι νεοελλ. 1. δυσωδία, δυσοσμία, βρόμα 2. μτφ. για πρόσ. άχρηστος, ανίκανος ή τεμπέλης, ρεμάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. les] …   Dictionary of Greek

  • χασισοπότης — ο, Ν 1. άτομο που καπνίζει χασίς, χασικλής 2. (κατ επέκτ.) άνθρωπος κατώτατης ηθικής υποστάθμης, ρεμάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασίς + πότης (πρβλ. καφε πότης, κρασο πότης). Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. χασισοπόται, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»